χαζά

χαζά
bêtement

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • χαζός — ή, ό, Ν 1. (για πρόσ.) α) αυτός που χάσκει, χάχας β) (κατ* επέκτ.) ανόητος, ελαφρόμυαλος, βλάκας 2. (για πράγμ.) ανούσιος, ασήμαντος, χωρίς ενδιαφέρον ή καλό γούστο («χαζό έργο»). επίρρ... χαζά Ν με χαζό τρόπο («γελάει χαζά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χάζι …   Dictionary of Greek

  • ευηθικός — εὐηθικός, ή, όν (ΑΜ) [ευήθης] 1. ευήθης, με καλό ήθος, καλό χαρακτήρα 2. υπερβολικά αφελής, χαζός. επίρρ... εὐηθικῶς ανόητα, χαζά …   Dictionary of Greek

  • χαζογελώ — άω, Ν γελώ χαζά, χωρίς να υπάρχει λόγος …   Dictionary of Greek

  • χαζόλογα — τα, Ν χαζά, ανόητα λόγια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”